ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
τοπική [πτώση] (η) | locative |
τόπος (ο) | locative |
τοπικός,-ή,-ό | locative |
Τοπικός-ή-ό2, τόπος (ο) | Locative (loc, LOC) |
τοπικός προσδιορισμός (ο) ή συμπλήρωμα (το) | locative adjunct or complement |
τοπική πρόταση (η) | locative clause |
τόπος (ο) | locus |
φασματικός τόπος (ο) | locus |
Φασματικός τόπος (ο) | Locus / locus space |
εξίσωση φασματικού τόπου (η) | locus equation |