ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
τοπικό δένδρο (το) local tree
τοπικός,-ή,-ό (έναντι γραμματικού) local vs grammatical
τοπικότητας υπόθεση (η) localism
τοπικισμός (ο) localism
εντοπισμός (ο) localism
Τοπικισμός (ο) localism
τοπικιστής (ο) localist
τοπικιστικός-ή-ό localist
τοπικιστική γραμματική της πτώσης (η) localist case grammar
τοπικιστική υπόθεση (η) localist hypothesis