ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
δάνειος,-α,-ο loan
δάνειο αμάλγαμα (το) loan blend
μετατόπιση δανείου (η) loan shift
μεταφραστικό δάνειο (το) loan translation
δάνεια λέξη (η) loanword
προσαρμογή δάνειας λέξης (η) loanword adaptation
δάνειες λέξεις (οι) loanwords
λεξιλογικά δάνεια (τα) loanwords
τοπ loc
τοπικός,-ή,-ό loc