ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
τοποειδής,-ής,-ές | localistic |
τοπικότητα (η) | locality |
θέση (η) | locality |
τόπος (ο) | locality |
Τοπικότητα (η), Τόπος (ο), Θέση (η), Τοποθεσία (η) | locality |
συνθήκη της τοπικότητας (η) | locality condition |
περιορισμός της τοπικότητας (ο) | locality constraint |
θεωρία της τοπικότητας (η) | locality theory |
εντόπιση (η) | localization |
στάση (η) | location |