ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
νομιμοποιητής (ο) licenser
νομιμοποίηση (η) licensing
εξουσιοδότηση (η) licensing
Εξουσιοδότηση (η), νομιμοποίηση (η) licensing
πεδίο νομιμοποίησης (το) licensing field
πεδίο εξουσιοδότησης (το) licensing field
αρχή νομιμοποίησης (η) licensing principle
λείανση με σάφμα (η) liftering
σύνδεσμος (o) ligament
ελαφρύς-ιά-ύ light (L)