ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
βιβλιοθηκάριος, βιβλιοθηκονόμος (ο/η) | librarian |
βιβλιοθηκονομία (η) | librarianship |
Ένωση Βιβλιοθηκών (η) | Library Association |
βιβλιοθήκη συλλογικής εκδοτικής παραγωγής (η) | library of deposit |
βιβλιοθηκονομία (η) | library science |
ενωσιακή βάση δεδομένων βιβλιοθηκών (η) | library union database |
εξουσιοδοτώ | license |
νομιμοποιώ | license |
εξουσιοδοτημένη εξωσυλλαβικότητα (η) | licensed extrasyllabicity |
εξουσιοδότης (ο) | licenser |