ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ελαφριά συλλαβή (η) light syllable
ελαφρύ ρήμα (το) light verb
πιθανοφάνεια (η) likelihood
κλίμακα Likert (η), κλίμακα συμφωνίας (η) Likert scale
λιλιπούτεια λεξικά (τα) liliput dictionaries
κανόνες ορίου (οι) limit rules
όρια (ή περιορισμοί) της συγκριτικής μεθόδου (τα/οι) limitations of (or constraints on) the comparative method
περιορισμένα λεξικά (τα) limited / restricted dictionaries
περιορισμένη επάρκεια στα Αγγλικά (η) limited English proficiency
ομιλητής περιορισμένων Αγγλικών (ο) limited English speaker