ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αφηρημένος,-η,-ο abstract
αφηρημένος,-η,-ο abstract
αφηρημένη πτώση (η) abstract case
βαθεία πτώση (η) abstract case
αφηρημένο πεδίο (το) abstract domain
αφηρημένο λεξικό (το) abstract lexicon
αφηρημένο ουσιαστικό (το) abstract noun
αφηρημένες αρχές (οι) abstract principles
αφηρημένο ουσιαστικό (το) abstract substantive
υπηρεσία αποσπασμάτων (η) abstracting service