ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Εικονογράφος (ο) pictograph
εικονογραφικό σύμβολο (το) pictographic symbol
Εικονογραφία (η) pictography
Εικονογραφία (η) pictography
εικονόγραπτο λεξικό (το) pictorial dictionary
εικονόγραπτο παράδειγμα (το) pictorial illustration
εικονόγραπτο λεξικό (το) picture dictionary
ουσιαστικό-φωτογραφία (το) picture noun
πίτζιν (η) pidgin
παρεφθαρμένη γλώσσα (η) pidgin