ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
φύλα (τα) phyla
φυλογένεση (η) phylogenesis
φυλογενετικός,-ή,-ό phylogenetic
φυλογενετική σχέση (η) phylogenetic relationship
φυλογένεση (η) phylogeny
φύλο (το) phylum
φυσικό μέσο (το) physical medium
Φυσιολογική φωνητική (η) physiological phonetics
Πιαζετικός-ή-ό piagetian
εικονόγραμμα (το) pictogram