ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
φρασεολογικό λεξικό (το) | phraseological dictionary |
φρασεολογικό λεξικό (το) | phraseological dictionary |
φρασεολογική πληροφορία (η) | phraseological information |
φρασεολογική λεξικογραφία (η) | phraseological lexicography |
φρασεολογική μονάδα (η) | phraseological unit |
φρασεολόγιο (το) | phraseology |
φρασεολογία (η) | phrasing |
φρενολογία (η) | phrenology |
Φρυγική (η) (γλώσσα) | Phrygian |
ψυχολογική ουσιοκρατία (η) | phychological essentialism |