ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
γλώσσα πίτζιν (η) | pidgin language |
πιτζινοποιώ | pidginize |
πιτζινοποιημένος-η-ο | pidginized |
Πρωτοινδοευρωπαϊκή (η) (γλώσσα) | PIE |
συνέλκυση (η) | pied piping / pied-piping |
κίονας του Corti (ο) | pillar of Corti |
Πίμα-Παπάγκο (η) (γλώσσα) | Pima-Papago |
ακουστικό πτερύγιο (το) | pinna |
πινίιν | pinyin |
υφός (το) | pitch |