ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ταυτιζόμενα στοιχεία (τα) identical items
ταυτότητα (η) identification
ταυτοποίηση (η) identification
αναγνωριστικό (το) identifier
Ταυτότητα (η) Identity (ident)
περιορισμός ταυτότητας (ο) identity constraint
ουδέτερο στοιχείο (το) identity element for addition
μοναδιαίο στοιχείο (το) identity element for multipication
Λειτουργία ταυτότητας (η) Identity operation
αποτέλεσμα της ταυτοτικής προέγερσης (το) identity priming effect