ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
διαβαθμισμένη αντωνυμία (η) graded antonymy
διαβαθμισμένη γραμματικότητα (η) graded grammaticality
κρίσεις διαβαθμισμένης γραμματικότητας (οι) graded grammaticality judgements
διαβαθμισμένο διδακτικό βιβλίο (το) graded reader
διαβαθμισμένο λεξιλόγιο (το) graded vocabulary
βαθμιδωτός,-ή,-ό gradience
βαθμίδωση (η) gradience
Βαθμιδωτός-ή-ό gradient
Βαθμιδωτή αξιολόγηση (η) Gradient evaluation
Βαθμιδωτή διαστρωμάτωση (η) Gradient stratification