ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διαβαθμισμένη αντωνυμία (η) | graded antonymy |
διαβαθμισμένη γραμματικότητα (η) | graded grammaticality |
κρίσεις διαβαθμισμένης γραμματικότητας (οι) | graded grammaticality judgements |
διαβαθμισμένο διδακτικό βιβλίο (το) | graded reader |
διαβαθμισμένο λεξιλόγιο (το) | graded vocabulary |
βαθμιδωτός,-ή,-ό | gradience |
βαθμίδωση (η) | gradience |
Βαθμιδωτός-ή-ό | gradient |
Βαθμιδωτή αξιολόγηση (η) | Gradient evaluation |
Βαθμιδωτή διαστρωμάτωση (η) | Gradient stratification |