ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| δισθενής,-ής,-ές | bivalent |
| δισθενής κατηγορία (η) | bivalent category |
| ανάλυση μαύρου κουτιού (η) | black box analysis |
| καθομιλουμένη των αγγλόφωνων Αφροαμερικανών (η) | Black English |
| καθομιλουμένη των αγγλόφωνων Αφροαμερικανών (η) | Black English vernacular |
| λεπίδα της γλώσσας (η) | blade |
| κόψη της γλώσσας (η) | blade |
| κενό (το) | blank |
| βλάσφημος,-η,-ο | blasphemous |
| βλασφημία (η) | blasphemy |