ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| καθοδηγητική ένδειξη ηχηροποίησης | voicing lead |
| Βολαπούκ (η) (γλώσσα) | Volapük |
| Βολγαϊκή (η) (γλώσσα) | Volgaic |
| βούληση (η) | volition |
| βουλητικός-ή-ό | volitional |
| βουλητική πρόταση | volitional clause |
| βουλητικός,-ή,-ό | volitive |
| VOLSUNGA (ο) (ετικετοποιητής) | VOLSUNGA |
| Βολταϊκή (η) (γλώσσα) | Voltaic |
| ένταση | volume |