ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αφηρημένος,-η,-ο | abstract |
| αφηρημένος,-η,-ο | abstract |
| αφηρημένη πτώση (η) | abstract case |
| βαθεία πτώση (η) | abstract case |
| αφηρημένο πεδίο (το) | abstract domain |
| αφηρημένο λεξικό (το) | abstract lexicon |
| αφηρημένο ουσιαστικό (το) | abstract noun |
| αφηρημένες αρχές (οι) | abstract principles |
| αφηρημένο ουσιαστικό (το) | abstract substantive |
| υπηρεσία αποσπασμάτων (η) | abstracting service |