ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ποσοτική ευαισθησία (η) | quantity sensitivity |
| ποσοτικά προσδιορισμένος,-η,-ο | quantity-determined |
| ποσοτικά μη ευαίσθητος,-η,-ο | quantity-insensitive |
| ποσοτικά ευαίσθητος,-η,-ο | quantity-sentitive |
| κβάντιση | quantization |
| κβάντο | quantum |
| ψεύδο- | quasi- |
| οιονεί συνώνυμο | quasi synonym |
| ψευδοδίγλωσσο λεξικό (το) | quasi-bilingual dictionary |
| ψευδοσυνδετικό ρήμα (το) | quasi-copula |