ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Όψη (η), Άποψη (η), Ποιόν ενεργείας (το), τρόπος (ο) | aspect (asp) |
| όψη (ρηματική) ασυντέλεστη (η) | aspect imperfective |
| όψη (ρηματική) συντελεσμένη (η) | aspect perfective |
| πρότυπο των απόψεων (το) | aspects model |
| θεωρία των απόψεων (η) | aspects theory |
| οπτικός-ή-ό | aspectual |
| του ποιού ενεργείας | aspectual |
| της όψης | aspectual |
| οπτικό ρήμα είμαι (το) | aspectual be |
| οπτικό ρήμα (το) | aspectual verb |