ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
γλώσσα έναντι ομιλίας (λανγκ έναντι παρόλ) (η) langue vs parole
Λαοθιανά Laothian
Λαππική (η) (γλώσσα) Lapp
παραδρομές (οι) lapses
λαρυγγικός,-ή,-ό laryngeal
λαρυγγικά χαρακτηριστικά (τα) laryngeal features
λαρυγγικός κόμβος (ο) laryngeal node
λαρυγγική θεωρία (η) laryngeal theory
λαρυγγοποίηση (η) laryngealization
Λαρυγγοποιημένος-η-ο, Laryngealized