ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Χε (η) (γλώσσα) | Je |
Χε (η) (γλώσσα) | Jê |
Χε (η) (γλώσσα) | Jêan |
Φωνήεν «τζερς» (το), Φωνήεν «γιερ» (yer) (το) | jers (jer (dʒær)), yer |
Κόρπους του Πανεπιστημίου Τζιάο Τονγκ για την Αγγλική στην Επιστήμη και την Τεχνολογία (το) | Jiao Tong University Corpus for English in Science and Technology |
τρεμόπαιγμα (το) | jitter |
παιγνιώδης σχηματισμός (ο) | jocular formation |
πλαίσιο κοινής προσοχής (το) | joint attention frame |
Περιοδικό Ποσοτικής Γλωσσολογίας (το) | Journal of Quantitative Linguistics |
δημοσιογραφική γλώσσα (η) | journalistic language |