ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Χε (η) (γλώσσα) Je
Χε (η) (γλώσσα)
Χε (η) (γλώσσα) Jêan
Φωνήεν «τζερς» (το), Φωνήεν «γιερ» (yer) (το) jers (jer (dʒær)), yer
Κόρπους του Πανεπιστημίου Τζιάο Τονγκ για την Αγγλική στην Επιστήμη και την Τεχνολογία (το) Jiao Tong University Corpus for English in Science and Technology
τρεμόπαιγμα (το) jitter
παιγνιώδης σχηματισμός (ο) jocular formation
πλαίσιο κοινής προσοχής (το) joint attention frame
Περιοδικό Ποσοτικής Γλωσσολογίας (το) Journal of Quantitative Linguistics
δημοσιογραφική γλώσσα (η) journalistic language