ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Θυγατρικός-ή-ό, θυγατέρα (η) | daughter |
| προσάρτηση σε θυγατρικό κόμβο (η) | daughter adjunction |
| γραμματική της κάθετης εξάρτησης (η) | daughter dependency grammar |
| θυγατρική γλώσσα | daughter language |
| Κάθετη εξάρτηση (η) | daughter-dependency |
| κάθετη εξάρτηση | daughter-dependency |
| σημασιολογία του Ντέιβιντσον | Davidsonian semantics |
| ντεσιμπέλ | dB |
| Γερμανικά | DE |
| ντε ντίκτο (de dicto) | de dicto |