ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
καθοδηγητική ένδειξη ηχηροποίησης voicing lead
Βολαπούκ (η) (γλώσσα) Volapük
Βολγαϊκή (η) (γλώσσα) Volgaic
βούληση (η) volition
βουλητικός-ή-ό volitional
βουλητική πρόταση volitional clause
βουλητικός,-ή,-ό volitive
VOLSUNGA (ο) (ετικετοποιητής) VOLSUNGA
Βολταϊκή (η) (γλώσσα) Voltaic
ένταση  volume