ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

284 results
Greek Term English Term
χαλαρότητα slackening
χαλάρωση slackening
χαλαρωμένες φωνητικές πτυχές (οι) slack vocal folds
χαρακτηριστικό γλωσσικό στοιχείο συγκεκριμένης ομάδας (το), shibboleth
χρονοδρομολογητής scheduler 
χρονοδρομολογώ schedule
χαρακτηριστικά κανόνα (τα) rule features
χιμπατζής ρέζους rhesus
χρόνος αντήχησης reverberation time
χρόνος ελευθέρωσης release time