ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

284 results
Greek Term English Term
χειλοϋπερωικός,-ή,-ό labiovelar / labio-velar
χείρημα (το) chereme
χειρίζομαι κείμενο manipulate text
χειρισμός κειμένου text manipulation
χειρισμός δεδομένων data handling
χειρισμός της γλώσσας (ο) language manipulation
χειριστής (ο) operator
χειριστής ηλεκτρονικής βιβλιοθήκης (ο) cybarian
χειρόγραφο λεξικό (το) manuscript dictionary
χειροκίνητο σημάδεμα (το) hand-tagged