ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

446 results
Greek Term English Term
Φεροϊκή (η) (γλώσσα) Faroese
φάρυγγας faringe
φυλάω fallback
φορέας εμπειρίας (ο) experiencer
φορέας εμπειρίας (ο), Δοκιμαζόμενος (ο) experiencer
φωνηεντική βράχυνση στην πρώιμη μέση αγγλική Early Middle English Vowel Shortening
φορέας ψευδο-παραπλήρωμα (ο) dummy carrier
φθίνουσα διαβάθμιση (η) downgrading
φίλτρο διπλά πεπληρωμένου συμπληρωματικού doubly filled filter
φίλτρο του διπλά πεπληρωμένου συμπληρωματικού δείκτη (το) doubly filled COMP filter