ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Φεροϊκή (η) (γλώσσα) | Faroese |
φάρυγγας | faringe |
φυλάω | fallback |
φορέας εμπειρίας (ο) | experiencer |
φορέας εμπειρίας (ο), Δοκιμαζόμενος (ο) | experiencer |
φωνηεντική βράχυνση στην πρώιμη μέση αγγλική | Early Middle English Vowel Shortening |
φορέας ψευδο-παραπλήρωμα (ο) | dummy carrier |
φθίνουσα διαβάθμιση (η) | downgrading |
φίλτρο διπλά πεπληρωμένου συμπληρωματικού | doubly filled filter |
φίλτρο του διπλά πεπληρωμένου συμπληρωματικού δείκτη (το) | doubly filled COMP filter |