ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

446 results
Greek Term English Term
Φραγμός (ο), κλείσιμο (το) closure
φραγμός (ο) closure
φραγμός του Kleene (ο) Kleene closure
φρακτικός,-ή,-ό / εμποδιστικός-ή-ό obstruent
φρακτικά (τα) obstruents
φρασεογραφία (η) phraseography
φρασεολογική λεξικογραφία (η) phraseological lexicography
φρασεολογική μονάδα (η) phraseological unit
φρασεολογία (η) phrasing
φραγμός φωνής  voice bar