ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
φίλτρο πτώσης (το) | case filter |
φίλτρο χτένας (το) | comb filter |
φίλτρο του διπλά πεπληρωμένου συμπληρωματικού δείκτη (το) | doubly filled COMP filter |
φίλτρο διπλά πεπληρωμένου συμπληρωματικού | doubly filled filter |
Φινλανδικά | FI |
Φινλανδικά | Finnish |
φίνο-ουγγρική | Finno-Ugrian |
φίνο-ουγγρική | Finno-Ugric |
φίλτρο αποκοπής χαμηλών συχνοτήτων (το) | low-cutfilter |
φίλτρο του ίχνους (το) | that-trace filter |