ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Τσα Σεν (ο) (μορφολογικός αναλυτής) | Cha Sen |
Τσαντ (η) (γλώσσα) | Chadic |
Τσαδικές γλώσσες (οι) | Chadic languages |
Τσάγκα (η) | Chaga |
Τσαϊνίζ Μποξ (η) (γραφική συσκευή) | chinese box |
τροφοδοτώ | feed |
τροχιά διαμορφωτή (η) | formant trajectory |
τροχαϊκός,-ή,-ό | trochaic |
τροχαϊκός πόδας | trochaic foot |
τροχαίος (ο) | trochee |