ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
τόξο (το) | arc |
τονούμενος,-η,-ο | bar |
Τονούμενος-η-ο, τόνος (ο) | bar |
τοξοειδής συνάρτηση | sagittal function |
τονούμενος,-η,-ο (άπαξ) | single-bar |
τόξα | spandrels |
τονοχρονισμένος-η-ο | stress-timed |
τονοχρονισμένος ρυθμός (ο) | stress-timed rhythm |
Τόντα | Toda |
τόνος λέξης (ο) | word accent |