ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term | 
|---|---|
| τοπικό δένδρο (το) | local tree | 
| τοπικισμός (ο) | localism | 
| Τοπικισμός (ο) | localism | 
| τοπικιστής (ο) | localist | 
| τοπικιστικός-ή-ό | localist | 
| τοπικιστική γραμματική της πτώσης (η) | localist case grammar | 
| τοπικιστική υπόθεση (η) | localist hypothesis | 
| τοπική πρόταση (η) | locative clause | 
| τοπικό λεξικό (το) | regional dictionary | 
| τοπικό διαλεκτικό στοιχείο (το) | regionalism |