ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
τοπικός,-ή,-ό | loc |
τοπικός,-ή,-ό | local |
τοπικό σφάλμα (το) | local error |
τοπικό πεδίο | local field |
τοπικό σύστημα διαχείρισης (το) | local management system |
τοπικό υποδένδρο (το) | local subtree |
τοπικός,-ή,-ό | locative |
Τοπικός-ή-ό2, τόπος (ο) | Locative (loc, LOC) |
τοπικός προσδιορισμός (ο) ή συμπλήρωμα (το) | locative adjunct or complement |
τοπικός αντωνυμικός τύπος | pro-locative |