ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

720 results
Greek Term English Term
τοπικός,-ή,-ό loc
τοπικός,-ή,-ό local
τοπικό σφάλμα (το) local error
τοπικό πεδίο local field
τοπικό σύστημα διαχείρισης (το) local management system
τοπικό υποδένδρο (το) local subtree
τοπικός,-ή,-ό locative
Τοπικός-ή-ό2, τόπος (ο) Locative (loc, LOC)
τοπικός προσδιορισμός (ο) ή συμπλήρωμα (το) locative adjunct or complement
τοπικός αντωνυμικός τύπος pro-locative