ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

720 results
Greek Term English Term
ΤΝ (Τεχνητή Νοημοσύνη) (η) AI (artificial intelligence)
τομέας εφαρμογής (ο) application area
τομέας βάσης (ο) base component
τομέας (ο) componential
τομέας domain
το­πο­θετώ στο προ­σκή­νιο foreground
το τεμάχιο που ανοίγει μια συλλαβή (το) onset
τομέας επανόρθωσης (ο) readjustment component
τμήση (η) tmesis
Τοκ Πισίν (η) (γλώσσα) TokPisin