ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ρευστό/ευμετάβλητο αμετάβατο (το) | fluid intransitive |
ρινική κοιλότητα (η) | fosse nasali |
ρινική κοιλότητα (η) | fosses nasals |
Ρομά (ο,η) | Gypsy |
ρητορισμός (ο) | inflated language |
Ρυούκυου (η) (γλώσσα) | Japanese-Ryukyuan |
ρύθμιση της γνάθου (η) | jaw setting |
ρυθμίζω | modulate |
Ρύθμιση (η) | modulation |
ρήμα κίνησης (το) | movement verb |