ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

185 results
Greek Term English Term
ρευστό/ευμετάβλητο αμετάβατο (το) fluid intransitive
ρεύμα αέρα (το) airstream
ρετρώνυμο (το) retronym
ρεπερτόριο ομιλίας (το) speech repertoire
ρεπερτόριο κωδίκων (το) repertoire of codes
ρεπερτόριο (το) repertoire
ρεπερτόριο (το) repertory
ρέουσα αφασία (η) fluenta aphasia
ρεαλισμός (ο) realism
ραχιαιοϋπερωικός-ή-ό dorso-palatal