ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ρινική οδός (η) | nasal tract |
ρινικό φωνήεν (το) | nasal vowel |
ρινικοποίηση (η)/ ερρινοποίηση (η) | nasalisation |
ρινικοποιημένος,-η,-ο, | nasalised |
ρινικότητα (η) | nasality |
ρινικοποίηση (η) | nasalization |
Ρινικοποιώ | Nasalize |
ρινικοποιημένος-η-ο | nasalized |
ρινικοποίηση (η) | nazalization |
ρήματα μη-γέφυρα (τα) | non-bridge verbs |