ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προσβασιμότητα (η) accessibility
προσδιορισμός (ο) adjunct
προσδιορισμός (ο) attribute
προσδιορισμός (ο) determination
πρόσδεση (η) docking
προσβλητικό λεξιλόγιο (το) invective / abuse vocabulary
προσβλητική λέξη (η) offensive word
Προσδιορισμός (ο) Q
προσδιορίζω qualify
προσβλητικός/υβριστικός όρος (ο) term of abuse