ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| προσβασιμότητα (η) | accessibility |
| προσδιορισμός (ο) | adjunct |
| προσδιορισμός (ο) | attribute |
| προσδιορισμός (ο) | determination |
| πρόσδεση (η) | docking |
| προσβλητικό λεξιλόγιο (το) | invective / abuse vocabulary |
| προσβλητική λέξη (η) | offensive word |
| Προσδιορισμός (ο) | Q |
| προσδιορίζω | qualify |
| προσβλητικός/υβριστικός όρος (ο) | term of abuse |