ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
όρος-ομπρέλα (o) cover term
οξύς ήχος (ο) creak
Οξύς ήχος (ο), Τρίξιμο (το) creak
Οξύηχος-η-ο, Τριζάτος-η-ο creaky
οξύηχος,-η,-ο creaky
Ουαλλικά CY
ουδέτερος,-η,-ο default
ουδέτερος κανόνας default rule (DR)
ουδέτερος χαρακτηρισμός default specification
ουδέτερος χαρακτηρισμός (ο) default specification