ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
όψη (ρηματική) (η) aspect
Όψη (η), Άποψη (η), Ποιόν ενεργείας (το), τρόπος (ο) aspect (asp)
όψη (ρηματική) ασυντέλεστη (η) aspect imperfective
όψη (ρηματική) συντελεσμένη (η) aspect perfective
οπτικός-ή-ό aspectual
οπτικό ρήμα είμαι (το) aspectual be
οπτικό ρήμα (το) aspectual verb
οπτικοποιητής (ο) aspectualizer
οπτικοακουστική βοήθεια (η) audio-visual aid
Οπτικοακουστική ένταξη (η) audio-visual integration