ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

616 results
Greek Term English Term
λογοκρισία (η) censorship
λήμμα (το) catchword
λέξη-οδηγός (η) catch-word
λέξη-κλειδί (η) catch-word
λεξικό (το) calepin(e)
λογισμός (ο) calculus
Λευκορωσική (η) (γλώσσα) Byelorussian
λεξικό-γέφυρα (το) bridge dictionary
λειτουργία Μπουλ (η) boolean function
λέξη φάντασμα (η) bogey