ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
λεκτικό νόημα (το) | locutionary meaning |
λεκτική ανάλυση (η) | parsing |
λεκτικό παιχνίδι | speech play |
λεκτική απραξία (η) | verbal apraxia |
λεκτική επικοινωνία | verbal communication |
λεκτική κατασήμανση | verbal designation |
λεκτική μονομαχία (η) | verbal duelling |
λεκτική μάθηση (η) | verbal learning |
λεκτική παραφασία (η) | verbal paraphasia |
λεκτικό παιχνίδι(το) | verbal play |