ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κόμβος ανοίγματος (ο) | aperture node |
κόμμα (το) | comma |
Κονγκό (η) (γλώσσα) | Congo |
Κονγκό-Σαχαρική (η) (γλώσσα) | Congo-Saharan |
Κόμι (η) (γλώσσα) | Komi |
Κόνγκο-Σαχαρική (η) (γλώσσα) | Kongo-Saharan |
κόμβος στοματικής κοιλότητας (ο) | oral cavity node |
κόμβος τόπου (ο) | place node |
κόμβος ρίζας | root node |
κόμβος-wh (ο) | wh-node |