ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κόμβος ανοίγματος (ο) aperture node
κόμμα (το) comma
Κονγκό (η) (γλώσσα) Congo
Κονγκό-Σαχαρική (η) (γλώσσα) Congo-Saharan
Κόμι (η) (γλώσσα) Komi
Κόνγκο-Σαχαρική (η) (γλώσσα) Kongo-Saharan
κόμβος στοματικής κοιλότητας (ο) oral cavity node
κόμβος τόπου (ο) place node
κόμβος ρίζας root node
κόμβος-wh (ο) wh-node