ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κοόρτη (η), στατιστική ομάδα (η) | cohort |
κονκορντάντσια | concordantia |
Κοπτική (η) (γλώσσα) | Coptic |
Κορνουαλική (η) (γλώσσα) | Cornish |
κόρπους | corpus |
Κορεάτικα (τα) | KO (vs Korean) |
Κορεάτικα (τα) | Korean |
Κορεσμός (ο) | saturation |
κοντινή μετακίνηση | short movement |
κορμός της γλώσσας | tongue body |