ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Κοινωνιογλωσσολογία της διεπίδρασης (η) | interactional sociolinguistics |
κοινωνιοϊστορική γλωσσολογία | socio historical linguistics |
κοινωνιόλεκτος (η) | sociolect |
κοινωνιολεκτική ποικιλία (η) | sociolectal variation |
κοινωνιογλωσσολόγος (ο,η) | sociolinguist |
κοινωνιογλωσσολογικός-ή-ό | sociolinguistic |
κοινωνιογλωσσολογία (η) | sociolinguistics |
κοινωνιολογική γλωσσολογία | sociological linguistics |
κοινωνιολογία της γλώσσας | sociology of language |
κοινωνιοπραγματολογία (η) | sociopragmatics |