ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
Κοινωνιογλωσσολογία της διεπίδρασης (η) interactional sociolinguistics
κοινωνιοϊστορική γλωσσολογία socio historical linguistics
κοινωνιόλεκτος (η) sociolect
κοινωνιολεκτική ποικιλία (η) sociolectal variation
κοινωνιογλωσσολόγος (ο,η) sociolinguist
κοινωνιογλωσσολογικός-ή-ό sociolinguistic
κοινωνιογλωσσολογία (η) sociolinguistics
κοινωνιολογική γλωσσολογία sociological linguistics
κοινωνιολογία της γλώσσας sociology of language
κοινωνιοπραγματολογία (η) sociopragmatics