ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κυριολεκτικός-ή-ό | literal |
κυριολεκτική/"επί λέξει"/επιφανειακή κατανόηση (η) | literal comprehension |
κυριολεκτική σημασία (η) | literal meaning |
κυριολεκτική παραφασία (η) | literal paraphasia |
κυριολεκτική μετάφραση (η) | literal translation |
Κύριος-α-ο/ ανεξάρτητος-η-ο / υπερκείμενος-η-ο | main / independent / superordinate |
κύριος τόνος (ο) | main accent |
κύριος | major |
κύριος όρος (ο) | primary term |
κύριος | proper |