ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ενδοτική πρόταση (η) | adversative clause |
ενδοστοματικός,-ή,-ό | buccal |
ενδοτικός,-ή,-ό | concessive |
ενδοφορά | endophora |
Ενδοφορά (η), ενδοφορική ιδιότητα (η), ενδοπομπή (η) | endophora |
ενδοπροτασιακή γραμματική (η) | interclausal grammar |
ενδοτμηματικός,-ή,-ό | intrasegmental |
ενδοσκοπική εμπειρία (η) | introspective experience |
ενδοφορικές διεργασίες (οι) | nativisation |
ενδοφορικές διεργασίες (οι) | nativization |