ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ενδογλωσσικός-ή-ό | endoglossic |
ενδογλωσσική γλώσσα (η) | endoglossic language |
ενδογλωσσικός λάθος (το) | intralingual error |
ενδοβαθμολογική αξιοπιστία (η) | intra-rater reliability |
ενδογενής,-ής,-ές | intrinsic |
ενδογενή κίνητρα (τα) | intrinsic motivation |
ενδογενής διάταξη (η) | intrinsic ordering |
ενδογενές φωνητικό περιεχόμενο (το) | intrinsic phonetic content |
ενδογενές τονικό ύψος (το) | intrinsic pitch |
ενδογενής διάταξη κανόνων (η) | intrinsic rule ordering |