ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
ενέργεια (η) action
ενεργητικά δίγλωσσα λεξικά (τα) active dictionaries
ενεργητική γλωσσική γνώση (η) active language knowledge
ενεργή ζώνη (η) active zone
ενέργεια (η), δραστηριότητα (η), δράση (η) activity
Ενδραστική παθητική δομή (η), παθητική δομή με ποιητικό αίτιο (η) agentive passive
ενδοφορική ιδιότητα endophora
ενδοφορικός endophoric
ενέργεια (η) energeia
ενδυνάμωση (η) upstep