ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ενεργοποίηση (η) | activation |
ενεργητικός,-ή,-ό | active (act, ACT) |
ενεργός,-ή,-ό | active (act, ACT) |
ενεργητικός αρθρωτής (ο) | active articulator |
ενεργιτική γλώσσα (η) | active language |
ενεργοποίηση (η) | actualization |
ενεργοποιώ | actualize |
ενεργητικός-ή-ό | energetic |
ενεστώτας (ο) | present |
Ενεργοποιητής (ο) | trigger |