ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
ενηλικοκεντρικός,-ή,-ό adultocentric
ενηλικόμορφος,-η,-ο adultomorphic
ενθαρρυντική (η) (έγκλιση) cohortative
ένθημα (το) infix
ενθηματικός,-ή,-ό infixing
ένθετο υλικό (το) middle matter
ένθεση σε ομοειδή δομή (η) nesting
ενεστώτας (ο) present tense
ένηχος φθόγγος (ο), αντιχητικός φθογγος (ο) sonant
ενημερώνω update